- πυροβολάρχης
- οο διοικητής της πυροβολαρχίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυροβολάρχης — και πυρβολάρχης, ο, Ν διοικητής πυροβολαρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο + άρχης*] … Dictionary of Greek
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
πυρβολάρχης — ο, Ν βλ. πυροβολάρχης … Dictionary of Greek
πυροβολαρχία — και πυρβολαρχία, η, Ν στρ. 1. μονάδα τού όπλου τού πυροβολικού αντίστοιχη προς τον λόχο τού πεζικού που αποτελεί υποδιαίρεση τής μοίρας πυροβολικού 2. φρ. α) «πυροβολαρχία βολής» πυροβολαρχία που μετέχει ενεργά στη μάχη β) «πυροβολαρχία… … Dictionary of Greek